οχθρός
Смотреть что такое "οχθρός" в других словарях:
οχθρεύγω — [οχθρός] (στον Ερωτόκρ.) (συν. το μέσ.) οχθρεύγομαι εχθρεύομαι κάποιον ή γίνομαι εχθρός με κάποιον … Dictionary of Greek
εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως … Dictionary of Greek
οχτρός — ή, ό (ποιητ. τ.) βλ. οχθρός … Dictionary of Greek
όχθρητα — και όχθριτα και όχτρητα, η (στον Ερωτόκρ.) έχθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οχθρός + κατάλ. ητα (πρβλ. νεότης > νεότητα). Ο τ. με ι κατά τα χάριτα] … Dictionary of Greek